- λοχαγέτας
- λοχᾱγέτᾱς , λοχαγέτηςmasc acc plλοχᾱγέτᾱς , λοχαγέτηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοχαγέτας — λοχαγέτας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί τού άχρ. λοχηγέτης) λοχαγός («ἄνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ταυροσφαγοῡντες ἐς μελάνδετον σάκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ᾱγέτᾱς (< ἡγέτης < ἡγοῦμαι), πρβλ. αρχ αγέτας, λ… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek